- ανάριθμος
- -η, -οο χωρίς αριθμό, ο μη αριθμημένος: Δυο κιβώτια βρέθηκαν ανάριθμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀνάριθμος — without number masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάριθμος — η, ο (Α ἀνάριθμος, ον και ποιητ. ἀνήριθμος, ον) [αριθμός] 1. αναρίθμητος, αμέτρητος, άπειρος 2. αυτός που δεν έχει αριθμό, δεν έχει αριθμηθεί αρχ. 1. ο δίχως μέτρο, δίχως όριο 2. ο μη υπολογίσιμος, ασήμαντος … Dictionary of Greek
ἀναρίθμως — ἀνάριθμος without number adverbial ἀνάριθμος without number masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάριθμον — ἀνάριθμος without number masc/fem acc sg ἀνάριθμος without number neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνήριθμον — ἀνάριθμος without number masc/fem acc sg ἀνάριθμος without number neut nom/voc/acc sg ἀνήριθμος without number masc/fem acc sg ἀνήριθμος without number neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναρίθμοις — ἀνάριθμος without number masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναρίθμου — ἀνάριθμος without number masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναρίθμους — ἀνάριθμος without number masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναρίθμων — ἀνάριθμος without number masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναρίθμῳ — ἀνάριθμος without number masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)